- ψυχοτεχνία
- Μέθοδος με την οποία επισημαίνονται οι ψυχολογικές αντιδράσεις των ατόμων και εκτιμούνται οι ικανότητες απόδοσής τους. Λέγεται και ψυχοτεχνική. Η ψ. εφαρμόστηκε όταν καθιερώθηκε οριστικά το πείραμα στην ψυχολογία. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιούνται διάφορα όργανα στα πειραματικά εργαστήρια, ο χειρισμός των οποίων απαιτεί ιδιαίτερες γνώσεις. Η ψ. αποβλέπει στην τέχνη της άσκησης και της ανάπτυξης των ψυχικών ικανοτήτων, όπως της παρατηρητικότητας, της φαντασίας, της νόησης της βούλησης και της μνήμης. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για την ανάπτυξη των ψυχικών αυτών ικανοτήτων είναι η απομνημόνευση, η εργασία και η διδασκαλία. Το 1917 έγιναν στις ΗΠΑ οι πρώτες εφαρμογές των μεθόδων της επιστημονικής ψυχολογίας, για την επιλογή των κατάλληλων ατόμων στις διάφορες στρατιωτικές ειδικότητες. Στη διάρκεια του B’ Παγκοσμίου πολέμου χρησιμοποιήθηκαν πολύ οι ψ. μέθοδοι επιλογής, κυρίως στον αμερικανικό και βρετανικό στρατό. Από το 1945 η ψ. γενικεύτηκε στους στρατούς, πολλών χωρών και αποτελεί συμπλήρωμα της ιατρικής εξέτασης.
* * *η, Νβλ. ψυχοτεχνική.
Dictionary of Greek. 2013.